- έφυγρος
- -η, -ο (Α ἔφυγρος, -ον)υγρός στην επιφάνεια, νοτισμένος («ἔφυγροι ὀμφαλοί», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑγρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔφυγρον — ἔφυγρος moist on the surface masc/fem acc sg ἔφυγρος moist on the surface neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυγροτέροις — ἔφυγρος moist on the surface masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύγροις — ἔφυγρος moist on the surface masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύγρων — ἔφυγρος moist on the surface masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφυγροι — ἔφυγρος moist on the surface masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφυγραίνω — (Α ἐφυγραίνομαι) [έφυγρος] μέσ. εφυγραίνομαι γίνομαι υγρός στην επιφάνεια, νοτίζομαι, υγραίνομαι από πάνω νεοελλ. κάνω υγρή την επιφάνεια κάποιου αρχ. ιατρ. (για την κοιλία και τα έντερα) ελαφρύνομαι, εκλύομαι … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek